- τραπεζίτης
- ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, -ίτιδος, Ααυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό χρημάτων και την αποδοχή παρακαταθηκών και η έδρα τής επιχείρησής του βρισκόταν στην αγορά ή σε άλλο δημόσιο χώρο, ο αργυραμοιβός*2. διευθυντής πιστωτικού ιδρύματοςνεοελλ.1. αυτός που εκτελεί κάθε είδους τραπεζική εργασία, μπαγκέρης2. ιδρυτής τράπεζας3. (κυρίως στον πληθ.) οι τραπεζίτεςτα τελευταία δόντια στην πάνω και στην κάτω γνάθο, οι γομφίοιαρχ.1. στον πληθ. αἱ τραπεζῑταιδημόσιοι άρχοντες διαφόρων ελληνικών πόλεων2. (κατά τον Ησύχ.) «κολλυβιστής, κερματιοτής, δανειστής»3. φρ. α) «οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τραπεζιτῶν» — οι χρεωκοπημένοι τραπεζίτες (Δημοσθ.)β) «τραπεζεῖται κύνες» — σκυλιά που τούς έτρεφαν οι κύριοί τους από το δικό τους φαγητό, αλλ. τραπεζῆες κύνες (Ηρωδιαν.)γ) «τραπεζίτης Πάρις» — προσωνυμία τού Πάριδος ως παραβιαστή τής φιλοξενίας που τού προσφέρθηκε (Τραγ. Αδέσπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.